θησαυρός

θησαυρός
θησαυρός
Grammatical information: m.
Meaning: `treasury, magazine, receptacle' (Hes.).
Compounds: Compp., e. g. θησαυρο-φύλαξ `guard of a θ.' (hell.).
Derivatives: θησαυρικός `belonging to the θ.' (pap.), θησαυρώδης `full of treasures' (Philostr.); θησαυρίζω `preserve, collect' (IA) with θησαύρισμα `preserved, provision, treasure' (Demokr., trag.), θησαυρισμός `preserving' (Arist., Thphr.), -ιστής `who preserves' (Poll.) with -ιστικός (Arist.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology, prob. technical loan word. Interpreted as "Wasserniederlage" (Muller Mnemos. 53, 446f.: θησ-αυρ-ός; cf. on ἄναυρος) s. Kretschmer Glotta 16, 194f. Acc. to E. Maaß RhM 74, 235ff. from θη- `set' and αὔρα `air'; criticism by Kretschmer l. c. - Lat. loan thēsaurus, thēsaurizō. - No doubt Pre-Greek. The word suggests -arʷ-o-.
Page in Frisk: 1,673

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θησαυρός — store masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • θησαυρός — ο 1. πολλά πλούτη: Θησαυροί του Κροίσου. – Κέρδισε ολόκληρο θησαυρό. 2. χρήματα ή πολύτιμα αντικείμενα που βρίσκονται κάπου κρυμμένα: Ανακάλυψε θησαυρό. 3. πλούτος πνευματικών ή ηθικών αγαθών: Θησαυρός γνώσεων ή σοφίας. 4. άνθρωπος ανώτερος, με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θησαυρός της ελληνικής γλώσσης — Τίτλος πολύτομου λεξικού της ελληνικής γλώσσας, που έγραψε και δημοσίευσε το 1572 ο γνωστός Γάλλος φιλόλογος και εκδότης Ανρί Ετιέν, γνωστός και με το εξελληνισμένο όνομα Ερρίκος Στέφανος. Περιλαμβάνει περισσότερες από 100.000 λέξεις (πολλές από… …   Dictionary of Greek

  • θησαυροῖο — θησαυρός store masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροῖς — θησαυρός store masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροῖσι — θησαυρός store masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροί — θησαυρός store masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροῦ — θησαυρός store masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυρούς — θησαυρός store masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυρέ — θησαυρός store masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”